- ναυαγοί
- ναυᾱγοί , ναυαγόςshipwreckedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
έφιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολύνθιος ιστοριογράφος (4ος αι. π.Χ.). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Ο Αρριανός αναφέρει ότι o Αλέξανδρος όρισε τον Έ. και τον Αισχύλο τον Ρόδιο επισκόπους, δηλαδή επόπτες των… … Dictionary of Greek
ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Δόξας, Τάκης — (Πύργος Ηλείας 1913 – 1976).Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου και ποιητή Παναγιώτη Λαμπρινόπουλου. Εργάστηκε ως υπάλληλος στον δικαστικό κλάδο και υπηρέτησε στο πρωτοδικείο του Πύργου. Το 1954 διορίστηκε διευθυντής της δημόσιας βιβλιοθήκης της … Dictionary of Greek
Μεσσαπία — (Messapia). Αρχαία περιοχή στη νοτιοανατολική χερσόνησο της Ιταλίας, που αντιστοιχούσε πιθανότατα με την Απουλία και την Καλαβρία. Κατά τον Ηρόδοτο οι κάτοικοί της Μ. ήταν Κρήτες ναυαγοί. Ο Μίνωας, αναζητώντας τον Δαίδαλο, έφθασε στη Σικελία,… … Dictionary of Greek
Πιερίδης, Γιάγκος — Δημοσιογράφος και λογοτέχνης, κυπριακής καταγωγής (1897 1970). Έζησε πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος), όπου και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε στην εκεί ημερήσια ελληνική εφημερίδα Ταχυδρόμος, στην οποία… … Dictionary of Greek
θαλασσοδέρνω — και θαλασσοδέρνομαι θαλασσόδειρα, θαλασσοδάρθηκα, θαλασσοδαρμένος 1. χτυπιέμαι από τη θάλασσα, κινδυνεύω να πνιγώ: Οι ναυαγοί θαλασσόδερναν δυο μερόνυχτα. 2. αντιμετωπίζω αντίξοες συνθήκες, χτυπιέμαι από τη μοίρα: Θαλασσοδαρμένη ζωή. 3. δεν μπορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)